- ὑπεραίμωσις
- ὑπεραίμ-ωσις, εως, ἡ,A over-fullness of blood, Poll.1.209 (wrongly interred, instead of [suff] ὑπεραίμ-ησις, from foreg.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεραίμωσις — over fullness of blood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραίμωση — η / ὑπεραίμωσις, ώσεως, ΝΑ η υπεραιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεραιμῶ. Ο τ. είναι εσφ. σχηματισμένος (αντί τού αναμενόμενου *ὑπεραίμησις), κατά τα παρ. ουσ. από ρ. σε όω / ῶ] … Dictionary of Greek